ἐῶσιν

ἐῶσιν
ἐάω
suffer
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
ἐάω
suffer
pres subj act 3rd pl (attic epic ionic)
ἐάω
suffer
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἔωσιν — εἰμί sum pres subj act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… …   Dictionary of Greek

  • ψιλόκερως — ων, Μ αυτός που τού έχουν κόψει τα κέρατα, που έχει στερηθεί τα κέρατά του («τὸ κέρας τούτου... κόπτουσι, ἀντιπαθὲς φαρμάκοις, τόν θῆρα δὲ ψιλόκερων ἐῶσιν ἀποτρέχειν», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + κερως (< κέρας), πρβλ. ὀρθό κερως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”